Η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ' όνειρο Τ Λειβαδίτης

Η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ' όνειρο Τ  Λειβαδίτης
moonflower

.Ο κόσμος ξημερώνει

.Ο κόσμος ξημερώνει
Ο κόσμος ξημερώνει

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Μένω εκτός. Διαμένω εκτός από ανάγκη...

η καρδιά σου δε βρίσκεται πουθενά, μπορείς να ζήσεις παντού

Μένω εκτός. Διαμένω εκτός από ανάγκη. Η επιλογή σε θέματα καθημερινής επιβίωσης είναι μια απόφαση με μεγάλο τίμημα και αξιώνει εξαιρετικές αντοχές, που δεν τις έχω.

Μένω εκτός. Διαμένω εκτός προσωρινά κι ελπίζω κάποιο βροχερό Σεπτέμβρη να επιστρέψω. Να επιστρέψω εκεί απ΄όπου ήθελα να φύγω. Για να ξαναγυρίσω εκεί που μ΄έδιωχναν η πόλη και τα πρόσωπα. Η πόλη που γνωρίζω. Τα άγνωστα πρόσωπα που μου φαίνονται οικεία. Σαν το δικό μου.

Μένω εκτός. Κύκλους κάνω και πάλι χάνομαι. Δε θα τη μάθω ποτέ αυτή την πόλη. Δε μου ανοίγεται γιατί παραμένω εγώ ερμητικά κλειστή. Συναντώ τα ίδια πρόσωπα στο δρόμο, ψηλαφούμε με τα μάτια μας ο ένας τον άλλο, προσεχτικά και φοβισμένα. Παραμένουμε άγνωστοι και ξένοι γιατί εγώ νιώθω ξένη.

Μένω εκτός. Η νοσταλγία είναι ένα πολύ ύπουλο και βασανιστικό συναίσθημα. Ξεκινά σα γλυκιά ανάμνηση, όπως μια μυρωδιά ξύλου που σου θυμίζει ένα μικρό κουτί όπου μέσα του φύλαγες κρυφά βότσαλα, ξεραμένα φύλλα και καπάκια από μπουκάλια. Μια μουσική που σου φέρνει στο νου γέλια, βλέμματα και σκόρπιες λέξεις. Μια λέξη που σου ανασύρει άλλες λέξεις. Σταδιακά το παιχνίδι της αρχίζει να αγριεύει. Κι αν στην αρχή παρηγορεί και συντροφεύει, αργότερα σφίγγει απαλά τα χέρια της στο λαιμό σου. Μέχρι να σου κοπεί η ανάσα.

Μένω εκτός. Το σπίτι μας, λένε βρίσκεται όπου βρίσκεται η καρδιά μας. Κι αν η καρδιά σου δε βρίσκεται πουθενά, θεωρητικά θα μπορούσες να ζήσεις παντού. Επιθυμώ να επιστρέψω. Να επιστρέψω σε μια κατάσταση φαντασιακή, μη-πραγματική. Αυτό είναι ο νόστος. Ο δικός μου. Επιστροφή σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Και ότι υπήρξε μετουσιώθηκε σε κάτι άλλο, αφού εγώ είμαι μια άλλη πια. Μένω εκτός. Τα πρόσωπα, τα μέρη, τα πράγματα είναι εκεί και με περιμένουν. Θα ήθελα να με περιμένουν όταν ξαναγυρίσω. Να μου ετοιμάσουν μια μεγάλη γιορτή, να μου στρώσουν κόκκινο χαλί και να μου πουν “Kαλώς όρισες”. Εκεί είναι. Αλλά ο χρόνος είναι ο καλύτερος χασάπης. Και αυτός θα λείπει στην επιστροφή μου. Ο χρόνος ο άχρονος ο δικός μου που κάποτε με έδενε με όλα τούτα δε θα έρθει στη φιέστα. Γιατί η νοσταλγία είναι χρόνος που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Όσο κι προσπαθήσεις δε θα κατορθώσεις να τον καρφώσεις στο ίδιο σημείο.

Μένω εκτός. Μένω εκτός και αυτό δεν έχει να κάνει με τη διεύθυνση μου. Το χαλάκι της εξώπορτας μου. Το φούρνο από κάτω. Πάντα εκτός έμενα. Και κει και δω. Κάτι μικρό που δεν το ορίζω μέσα μου αλλά με ορίζει ολοκληρωτικά αποφάσισε για μένα και αγόρασε χωρίς στεγαστικά και μεσίτες ένα μικρό σπίτι με τεράστια παράθυρα, τζάκι και ένα μικρό κήπο με τριαντάφυλλα μέσα στο κεφάλι μου. Ευτυχώς έχω καλούς γείτονες με δικά τους μικρά σπίτια μέσα στο κεφάλι τους και δανείζομαι καφέ ή ζάχαρη όταν μου τελειώνουν. Ο ένας γείτονας μου ζει σε ένα ιστιοπλοϊκό στη μέση του ωκεανού. Η άλλη σε ένα καταφύγιο στα Ιμαλάια. Έχω γείτονες που ζουν σε σύννεφα, κατακόμβες και κουκλόσπιτα. Δεν το χωράει ο νους σου.

Μένω εκτός. Κάποιο βροχερό πρωινό του Σεπτέμβρη θα επιστρέψω…

ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΑΤΖΗΜΑΓΙΟΓΛΟΥ




Μένω εκτός, θυμάμαι ονόματα
τρέχω με ταχύτητα φωτός.
Μένω εκτός σαν κάτι στόματα
που διωξε απ τον κόσμο ένας λωτός.

Τα βράδια μου τα εργένικα
τραγούδια λέω αρμένικα
θέλω να γυρίσω
μα ο παράδεισος κλειστός.

Τα βράδια μου τα εργένικα
τραγούδια λέω αρμένικα
θέλω να μιλήσω
μα είν ο τόπος μου σβηστός.

Μένω εκτός, μιλάω με σύρματα
στη σιωπή ζυγιάζω σαν αητός.
Μένω εκτός σαν κάτι σχήματα
που φτιαξε στην άμμο ένας πιστός.

Τα βράδια μου τα εργένικα
τραγούδια λέω αρμένικα
θέλω να γυρίσω
μα ο παράδεισος κλειστός.

Τα βράδια μου τα εργένικα
τραγούδια λέω αρμένικα
θέλω να μιλήσω
μα είν ο τόπος μου σβηστός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου