Η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ' όνειρο Τ Λειβαδίτης

Η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ' όνειρο Τ  Λειβαδίτης
moonflower

.Ο κόσμος ξημερώνει

.Ο κόσμος ξημερώνει
Ο κόσμος ξημερώνει

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Γιῶργος Σεφέρης — Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο Joachim Du Bellay - «Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage»


 Στὴν Ἕλλη, Χριστούγεννα 1931



«Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage»
Joachim Du Bellay (1522-1560)

Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρματωσιὰ 
μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.

Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.

Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάντασμα
τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.

Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις 
ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνάμεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχαστοῦμε 
πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάλεψε 
μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.

Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μουΤροία.

Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,

μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ σου 
φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος 
σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.

Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.

Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γοργόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.


Γιῶργος Σεφέρης, «Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο», 
Ποιήματα, Ἀθήνα, ἔκδ. Ἴκαρος, 1985, σσ. 87-89

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Το Ηλιοτρόπιο

Ήταν κάποτε ένα λιβάδι, γεμάτο ηλιοτρόπια.
Κι όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο.
Όταν ο ήλιος ήταν από κει, γυρίζαν από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, γυρνούσαν από δω.
Εκτός από ένα.
Ένα μόνο ηλιοτρόπιο, απ όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου, δεν κοίταζε τον ήλιο.
Όταν ο ήλιος ήταν από δω, το ηλιοτρόπιο αυτό κοιτούσε από κει
Όταν ο ήλιος ήταν από κει, το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από δω.
 
«Μα, γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;»
ρωτούσαν τα άλλα ηλιοτρόπια , απορημένα
«Και γιατί να τον κοιτώ;»
«Επειδή είναι χρυσός, επειδή λάμπει, κι ανασαίνει φως»
«Ε, και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα! Ανασαίνει φως και κάτι έγινε»
«Τι θες να πεις, δε σ αρέσει δηλαδή;»
«Καλός είναι, δε λέω. Αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
Αλήθεια, δε μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σα χαζά μέρα μπαίνει – μέρα βγαίνει»
 
«Δεν είναι στα καλά του», σκέφτονταν τα άλλα ηλιοτρόπια. «Ακούς εκεί να μη θέλει να κοιτάξει τον ήλιο.»
 
Και περνούσαν οι μέρες,
Κι όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν τον ήλιο, εκτός από κείνο το ένα που κοιτούσε πάντα απ την αντίθετη πλευρά
 
– «Δε μου λες; Γιατί δε με κοιτάς;»
– «Άσε με ήσυχο» είπε το ηλιοτρόπιο
– «Πες μου, γιατί δε με κοιτάς ;»
– «Θέλεις αλήθεια να σου πω ;»
– «Ναι»
– «Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα,
Μόνο για μένα να γελάς
Να λάμπεις μόνο για μένα
Εμένα μόνο να ζεσταίνεις.» είπε το ηλιοτρόπιο.
«Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι, θα σε κοιτούσα.»
– «Μα, δε γίνεται αυτό.» αποκρίθηκε ο ήλιος
«Δε γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελώ μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω; Δε γίνεται.»
– «Τότε κι εγώ δε θα σε κοιτώ»
– «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς αν δε με κοιτάς.»
– «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ; Παράτα με.» Είπε το ηλιοτρόπιο.
Δε μίλησε ο ήλιος. Και το μικρό ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη μεριά.
Και περνούσαν οι μέρες κι άρχισε να χλωμιάζει το ηλιοτρόπιο.
«Είδατε;», ψιθύριζαν τα άλλα μεταξύ τους.
«Δεν κοιτάζει τον ήλιο, και ορίστε, ιδού τα αποτελέσματα.
Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να μου το θυμηθείτε. έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί»
 
Είχαν δίκιο.
Κάθε μέρα που περνούσε, το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό.
Ο μίσχος, τα πέταλά του, μαραινόταν αλλά ούτε που γυρνούσε να κοιτάξει το βασιλιά ήλιο. Παραξενεμένα τα άλλα, το άκουγαν να μιλά μονάχο του. «Φύγε,» έλεγε, «δε θέλω να σε βλέπω. Φύγε.»
 
Ώσπου ένα βράδυ,
Το τελευταίο εκείνο βράδυ,
Όταν όλα τα άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί,
Μέσα στη νύχτα,
Μέσα στη σιωπή,
Πρόβαλε ο ήλιος.
Πρώτη φορά έβγαινε βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε κι έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε μ’ ένα χρυσαφένιο, μαγευτικό φως τα όνειρό του.
 
«Ήρθες;» είπε το ηλιοτρόπιο.
«Ήρθα» είπε ο ήλιος.
«Μόνο για μένα;»
«Μόνο για σένα», αποκρίθηκε ο ήλιος. «Έλα».
Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο.
Τόσο ανάλαφρο, σα να μην το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλλα του, αφέθηκε ν ανεβαίνει Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε. Κι ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, δε γίνεται πιο φωτεινός. Κι έφτασε κοντά στον ήλιο.
Κι από κει ψηλά, είδε όλες τις θάλασσες κι όλα τα λιβάδια.
Είδε λίμνες, είδε λειμώνες, είδε δάση, είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξίδευαν στο κύμα, και πράσινα ποτάμια που στραφτάλιζαν, κι ολόλευκα πουλιά πάνω από βουνά ασημένια.
 
– «Έλα κοντά μου», είπε ο ήλιος
Κι εκείνο πήγε κοντά.
– «Πιο κοντά», είπε ο ήλιος
Κι εκείνο πήγε πιο κοντά.
«Κοίτα με» είπε ο ήλιος, «κοίτα με ηλιοτρόπιο. Για εσένα μόνο.», είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.
 
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη, να το καίει σαν πυρετός. Σα φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός, απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν ανοίγουν, να γλιστράν, να σκορπάν τα σπόρια, να πέφτουν δάκρυα και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαν το κύμα, σπίθες χρυσές ν’ αναπηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα, κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά.
Ήλιοι λουλουδένιοι που στραφτάλιζαν ονειρικά. Θάλασσες απέραντες, δίχως αρχή και δίχως τέλος.
Είχε συννεφιά το άλλο πρωί.
Δε βγήκε κείνη τη μέρα ο ήλιος.
Κατασκότεινος ο ουρανός, λες κι ήταν βουρκωμένος.
Το ηλιοτρόπιο έγειρε στον ίσκιο του, ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, δίχως πνοή, ανάμεσα στα δροσάτα ηλιοτρόπια του κάμπου.
 
«Τα ‘θελε και τα ‘παθε», είπε ένα
«Πήγαινε γυρεύοντας», είπε ένα άλλο.
Έτσι είπαν.
Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν.
Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε.
Πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του.
Κανένα δεν έμαθε ποτέ, το τελευταίο όνειρό του.
 
Ευγένιος Τριβιζάς – Το Ηλιοτρόπιο

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Joe Cocker - One (LIVE in San Sebastian) HD

«Οι άνθρωποι, εκεί που ζεις, καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα σε έναν κήπο.
Παρ’ όλα αυτά, δεν βρίσκουν αυτό που ψάχνουν…
Κι όμως αυτό που ψάχνουν, μπορεί να βρεθεί σε ένα και μόνο τριαντάφυλλο»
“Ο Μικρός Πρίγκιπας” του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Καταιγίδα - Σταύρος Σιόλας & Γλυκερία

Φωτογραφία από Δημήτρης Σαγιάκος



Έλα πάρε το παλτό μου, έξω λιώνει ο ουρανός,
ό,τι ήτανε δικό μου, μου το σκούριασε ο καιρός.
Έλα δώσ' μου μιαν ομπρέλα, να μην βρέχεται η καρδιά,
αχ πώς χώρεσα με σένα, δυο κορμιά σε μια αγκαλιά.

Αυτή η αγάπη περνάει, σαν καταιγίδα ξεσπάει, λάσπη να αφήσει και φως. Αυτή η αγάπη λυγάει, τον χρόνο τον σταματάει, ν' ανθίσει ο κόσμος αλλιώς. Έλα κράτα μου το χέρι, κι ας μην είναι για πολύ, στην βροχή το σώμα ξέρει με τις στάλες να πλυθεί. Έλα πες μου πως σωπαίνει η σιωπή σου την βροντή, η ψυχή στον ήλιο αν φέγγει, φέγγει και στην αστραπή. Αυτή η αγάπη περνάει, σαν καταιγίδα ξεσπάει, λάσπη να αφήσει και φως. Αυτή η αγάπη λυγάει, τον χρόνο τον σταματάει,
ν' ανθίσει ο κόσμος αλλιώς

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

Διόδια

πιστεύω...

 


Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό, σαν Θεός, και κατευνάζει το χάος,

πιστεύω σε κείνον που θερίζει, και το δρεπάνι του κυματίζει ολόφωτο σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει συγχωρνάει μοναχος τον εαυτό του
και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες και τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς,
έξω απ' το παράθυρό σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια, στους κάμπους,
όταν ακούς ν' αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους αντρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω μ' εκείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποτακτεί και κλαίει, και που είναι απ' όλους
περιφρονημένος - μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός,
που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά για οδηγό,
γιατί η αγάπη πούχω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι  
να τ' οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του
και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές,
που αλλάζουνε, με μια χειρονομία, τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους,
σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου,
και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό,
τα χείλη μου είναι βαρειά απ' την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκειά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα
και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και που με καρτερεί 
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες,
κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ' αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,

Αμήν
Τάσος Λειβαδίτης

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Λευκό Μου Γιασεμί

 


Είναι φορές που χωρίς αφορμή,

κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί, και ξαναβλέπεις το φως, σαν να `σουν χρόνια τυφλός. Κι ένας αέρας ζεστός γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.
Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί και δε σου κάνει κανείς κι όπως γυρεύεις να βρεις λίγο λευκό να πιαστείς γιασεμί στο σκοτάδι σαν άστρο ανάβει. Λευκό μου γιασεμί μη νυχτώσεις. Είναι φορές που χωρίς αφορμή, μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή, που μου θυμίζει στιγμές από παλιές μου ζωές και ένας αέρας ζεστός γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος. Λευκό μου γιασεμί, μη νυχτώσεις.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ