Τους ανθρώπους που αγαπούν να τους φοβάσαι.
Ακόμη ελπίζουν. Κοιμούνται με ανοιχτή την ψυχή, σε πείσμα του χειμώνα
. Ξυπόλητοι περπατούν πάνω στις γνώμες των ανθρώπων, τραγουδούν δυνατά, πολεμάν δράκους και χορεύουν στα στενά, πηδώντας πάνω από βελόνες και χαλάσματα ως τα παιδιά, υπερνικούν τα κάγκελα της αλάνας ή κατακτούν πύργους πανύψηλους.
Τα βράδια, σαν πέσει κεραυνός, δειλά μεταξύ τους ψιθυρίζουν.
Τα βράδια, σαν πέσει κεραυνός, δειλά μεταξύ τους ψιθυρίζουν.
Ύστερα κλαίνε με λυγμούς, ψηλώνουν, βγάζουν γένεια, γρατζουνάν στο μέτωπορυτίδες και. άστεγοι στον χρόνο, κρεμούν τον εαυτό τους από την θηλιά μες στη ντουλάπα.
Το αυριανό τους σιδερώνουν πρόσωπο, να επιβιώσουν.
Σε αυτούς απευθύνομαι, οι υπόλοιποι,
δεν με χρειάζεστε.
δεν με χρειάζεστε.
Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Εξορία στη γέννηση, 2015
Ενότητα : Μονόλογος ΙΙ
από τη συλλογή Εξορία στη γέννηση, 2015
Ενότητα : Μονόλογος ΙΙ